- ἀρτίδιον
- ἀρτίδιονsmall loafneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀρτίδια — ἀρτίδιον small loaf neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρτος — ο (AM ἄρτος) 1. το ψωμί 2. φρ. α) «ο επιούσιος άρτος» οι καθημερινές ανάγκες διατροφής β) μτφ. «Ο Άρτος της ζωής» ο Χριστός μσν. νεοελλ. 1. ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας 2. ο άρτος που χρησιμοποιείται στην αρτοκλασία* 3. το κομμάτι του άρτου που… … Dictionary of Greek
αρτίδιο — το (Α ἀρτίδιον) [άρτος] ψωμάκι (κυρίως αυτό που προσφέρεται σε αρτοκλασίες ή μνημόσυνα) αρχ. κομμάτι, φέτα ψωμιού … Dictionary of Greek